- φρᾶσαι
- φράζωpoint outfut part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φράσαι — φρά̱σᾱͅ , φράζω point out fut part act fem dat sg (doric) φράζω point out aor imperat mid 2nd sg φράζω point out aor inf act φράσαῑ , φράζω point out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣдѣти — ВѢ|ДѢТИ (>1000), МЬ, СТЬ гл. 1. Знать что л.: Прѣдъ чюждиими не сътво ри ничьтоже таина не вѣси бо чьто ти сътворѩть (οὐ... γινώσκεις) Изб 1076, 174 об.; не рьвьнѹи славѣ грѣшьника. не вѣси бо како бɤдеть раздрѹшениѥ ѥго. Изб 1076, 175 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AEOLUS — I. AEOLUS Hellenis fil. qui ventorum rationem invenisse dicitur, ut tradit Plin. l. 7. c. 56. Ab aliis tamen alius existimatur, quibus magis accedo. Tres enim fuerunt Aeoli, unus qui in insulis a se denominatis regnavit, atque ex earum fumo… … Hofmann J. Lexicon universale
μαμμίδιον — μαμμίδιον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῑδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek